- περισφαλής
- -ές, Α [περισφάλλω]1. ο πάρα πολύ ολισθηρός2. ασταθής, μη στερεός, επισφαλής3. μτφ. (για την τύχη) αυτός που ξεγλιστρά, που διαφεύγει.επίρρ...περισφαλῶςμε τρόπο περισφαλή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισφαλής — very slippery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισφάλεια — ἡ, Α [περισφαλής] μεγάλη ολισθηρότητα … Dictionary of Greek
περισφαλῶν — περισφαλάω stagger pres part act masc voc sg περισφαλάω stagger pres part act neut nom/voc/acc sg περισφαλάω stagger pres part act masc nom sg (attic epic ionic) περισφαλάω stagger pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) περισφαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)